Menu
itenel

Γεωλογία

Η γένεση της Κύπρου είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη γένεση και ανύψωση της οροσειράς του Τροόδους, που ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς μοναδικών και πολύπλοκων γεωλογικών διεργασιών, που κατέστησαν την Κύπρο γεωλογικό πρότυπο για τους γεωεπιστήμονες όλου του κόσμου και συνέβαλαν στην καλύτερη κατανόηση της εξέλιξης των ωκεανών και του πλανήτη μας γενικότερα. Αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι οι κάτοικοι της Κύπρου και οι ξένοι επισκέπτες δεν μπορούν να υποψιασθούν, ότι η δασώδης κορυφή του Τροόδους είναι το βαθύτερο στρώμα ενός κομματιού ωκεάνιου φλοιού, καθώς και του ανώτερου μανδύα της γης. Με άλλα λόγια, ένα οφιολιθικό σύμπλεγμα, που σχηματίστηκε πριν από 90 εκατομμύρια χρόνια 8.000 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Το προτεινόμενο Γεωπάρκο Τροόδους βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της Κύπρου και η έκτασή του ανέρχεται γύρω στα 137.000 εκτάρια ή 1370 km2 και καταλαμβάνει περίπου το 45% της συνολικής έκτασης της οροσειράς του Τροόδους και το 15% της συνολικής έκτασης της Κύπρου.

Εκτείνεται στα ανατολικά από τα χωριά Μιτσερό, Αγιά Μαρίνα και Ποτάμι, στα βόρεια απότα Κατύδατα μέχρι τον Κάμπο της Τσακκίστρας, στα δυτικά μέχρι τον Σταυρό της Ψώκας και το Βουνί της Παναγιάς και στα νότια και νοτιοδυτικά από τα Βρέτσια, Άγιο Νικόλαο, Μανδριά, Παπούτσα και Άγιο Επιφάνειο.

Διοικητικά εμπίπτει σε τρειςεπαρχίες, της Λευκωσίας, Πάφου και Λεμεσού και καλύπτει την υψομετρική ζώνη από 300m έως τη ψηλότερη κορυφή της Κύπρου τη Χιονίστρα με υψόμετρο 1952m. Περιλαμβάνει 110 οικισμούς με συνολικό πληθυσμό περίπου 25000 κατοίκων. Ο χώρος του συνδυάζει τη συναρπαστική τoπική γεωλογία με το μοναδικό φυσικό περιβάλλον του Τρόοδους, τη μακρόχρονη ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών καθώς και τα τυπικά ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του ντόπιου πληθυσμού.

Η οροσειρά του Τροόδους είναι, γεωλογικά, ένας οφιόλιθος. Ο όρος «οφιόλιθος» χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μια ομάδα πυριγενών πετρωμάτων, από τα οποία αποτελείται ο ωκεάνιος φλοιός. Το Τρόοδος αποτελεί μέρος ενός πολύ αρχαίου ωκεάνιου φλοιού, του οποίου η ανύψωση στη σημερινή θέση οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη σύγκρουση της Αφρικανικής Λιθοσφαιρικής Πλάκας με την Ευρωπαϊκή καθώς και την καταβύθιση της πρώτης κάτω από τη δεύτερη. Στο Τρόοδος απαντούνται όλες οι ομάδες των οφιολιθικών πετρωμάτων. Τα πετρώματα αυτά ξεκινώντας από τα στρωματογραφικά κατώτερα προς τα στρωματογραφικά ανώτερα είναι:
(α) Τα πετρώματα του Μανδύα
(β) Τα πλουτώνια πετρώματα
(γ) Τα φλεβικά πετρώματα
(δ) Τα ηφαιστειακά πετρώματα και, κυρίως οι ροές των μαξιλαροειδών (pillow) λαβών, και
(ε) Τα χημικά ιζήματα, όπως τα φαιοχώματα
Ο οφιόλιθος του Τροόδους σε κάτοψη έχει σχήμα ελλειπτικό με το μεγάλο άξονα να έχει διεύθυνση ΒΔ – ΝΑ. Είναι ένας θόλος με ψηλότερο σημείο τον Όλυμπο, ύψους 1952 μέτρα. Παρόλο που στρωματογραφικά τα υπερβασικά πλουτώνια πετρώματα είναι τα κατώτερα, τοπογραφικά εμφανίζονται στο ψηλότερο σημείο της οροσειράς και ακολουθούνται προοδευτικά προς τα έξω από τα υπερκείμενα μέλη σχηματίζοντας μια δακτυλιοειδή εμφάνιση. Αυτή η εμφάνιση είναι αποτέλεσμα της έντονης διάβρωσης, που ακολούθησε την ανύψωση του Τροόδους, με επίκεντρο τον Όλυμπο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Το Τρόοδος αποτελεί λόγω της παγκόσμιας μοναδικότητάς του πόλο έλξης για πολλά ξένα πανεπιστήμια, που το επισκέπτονται για επιστημονική έρευνα και εκπαίδευση.

Στο χώρο του προτεινόμενου γεωπάρκου υπάρχουν εξαιρετικές εμφανίσεις όλων των οφιολιθικών πετρωμάτων, όπου μπορεί κάποιος να τα εξετάσει και να τα μελετήσει και, έτσι, να παρακολουθήσει όλες τις γεωλογικές διεργασίες, που συνέβηκαν ή και ακόμη συμβαίνουν στα βάθη των ωκεανών (της «Τηθύος» σ’ ό,τι αφορά τη Μεσόγειο) και σχετίζονται άμεσα με την κίνηση των λιθοσφαιρικών πλακών.

Στα πιο ψηλά μέρη του Ολύμπου βρίσκονται πλουτώνεια πετρώματα, που σχηματίστηκαν σε μεγάλο βάθος μέσα στον φλοιό και, λόγω της αργής ψύξης του μάγματος, σχημάτισαν μεγάλους κρυστάλλους. Αυτά ποικίλουν από υπερβασικά πετρώματα, που αποτελούνται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από σκούρα ορυκτά, όπως ο ολιβίνης και ο πυρόξενος, μέχρι τους γάββρους, στους οποίους τα ανοικτόχρωμα και σκούρα ορυκτά είναι σε περίπου ίσες αναλογίες. Από τα υπερβασικά πετρώματα, ο χαρζβουργίτης θεωρείται κατάλοιπο της μερικής τήξης του ανώτερου μανδύα της γης, ενώ ο δουνίτης και βερλίτης είναι τα πιο βαριά προϊόντα αυτής της τήξης και, γι’αυτό, βρίσκονται αμέσως πιο πάνω από τον χαρζβουργίτη. Οι γάββροι, από την άλλη πλευρά, είναι κατάλοιπα μάγματος, του οποίου η σύσταση ήταν τέτοια, που με την κρυστάλλωση του ανοικτόχρωμα ορυκτά, όπως τα πλαγιόκλαστα κάνουν την εμφάνισή τους σε συνεχώς αυξανόμενες αναλογίες. Κατά τη διάρκεια της αργής ψύξης, τα πιο βαριά ορυκτά κατακάθονται στο βάθος, δημιουργώντας έτσι τους πιο σκουρόχρωμους γάββρους, με ανοικτόχρωμες ποικιλίες στα πιο ψηλά στρώματα. Στα ανώτερα επίπεδα και σε μικρούς θύλακες βρίσκονται προϊόντα αυτής της διαφορικής κρυστάλλωσης με το όνομα πλαγιογρανίτες ή γρανοφύρες. Αυτοί αποτελούνται κυρίως από ανοικτόχρωμα ορυκτά, όπως το επίδοτον, τον χαλαζία και τα πλαγιόκλαστα.

Πάνω από τους γάββρους βρίσκεται μια αλληλουχία, συνήθως παράλληλων φλεβών, που αντιπροσωπεύει το γέμισμα του κενού χώρου, που δημιουργήθηκε με την τότε αλληλο-απομάκρυνση των τεκτονικών πλακών. Η συνεχής τροφοδοσία μάγματος στο δημιουργούμενο κενό χώρο καθώς και μεταξύ παλαιότερα σχηματισθεισών φλεβών είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του σχηματισμού αυτού, που αποτελείται από 100% φλέβες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας φυσικής «διάνοιξης-διεύρυνσης» του γεωλογικού υποβάθρου παρατηρείται σήμερα στην Ισλανδία, η οποία διασχίζεται από τα όρια των αποκλινουσών πλακών της Αμερικής και Ευρασίας. Στην περίπτωση του Τροόδους, το Σύστημα Πολλαπλών Φλεβών ή Διαβάσης εμφανίζεται σ΄ ολόκληρη σχεδόν την έκταση της οροσειράς σχηματίζοντας ένα ελλειπτικό δακτύλιο, που περιβάλλει τα πλουτώνια πετρώματα του Ολύμπου, αλλά και περιβάλλεται στην περίμετρό του από τα έκχυτα ηφαιστειακά πετρώματα.

Πάνω από το Σύστημα Πολλαπλών Φλεβών βρίσκονται τα ηφαιστειακά πετρώματα του Τροόδους, που αποτελούνται από «μαξιλαροειδείς» (ή pillow) λάβες και ροές λαβών. Είναι χαρακτηριστικές σφαιρικές έως ελλειψοειδείς μορφές λαβών ως αποτέλεσμα της πίεσης του νερού κατά τη θαλάσσια έκχυση και εξάπλωσή τους. Τα «μαξιλάρια» αυτών των λαβών μπορούν να έχουν διάμετρο 30 έως 70 cm. Η περιφέρειά τους είναι υαλώδης, λόγω ταχύτατης ψύξης και, εσωτερικά, κυψελώδης, λόγω των κενών που δημιούργησε η απότομη διαφυγή των αερίων, που υπήρχαν στην διάπυρη (>1000ο C) λάβα. Τα κανάλια τροφοδοσίας των λαβών αποτελούν οι προηγουμένως περιγραφείσες φλέβες.

Πάνω στα περιγραφέντα οφιολιθικά πετρώματα και, ειδικότερα, πάνω στις «pillow» λάβες απαντούνται τα πρώτα σκούρα/καστανόχροα ιζήματα πάχους μερικών μέτρων και οριζόντιας εξάπλωσης μερικών δεκάδων μέτρων, τα γνωστά φαιοχώματα ή ούμπρες. Τα ιζήματα αυτά είναι πλούσια σε οξείδια του σιδήρου (Fe) και μαγγανίου (Mn) είναι παρόμοια με τα πλούσια σε σίδηρο ιζήματα, που βρίσκονται στις πλαγιές των μεσοωκεάνιων ράχεων των σημερινών ωκεανών. Η γένεσή τους οφείλεται σε υποθαλάσσια θερμά διαλύματα, πλούσια σε Fe και Mn, που διαστρώθηκαν στο θαλάσσιο πυθμένα.